Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Τα σταφύλια του Ζεύξιδος και το Νεκροζώντανο [5]

5


[Προηγούμενα: μέρος 1μέρος 2μέρος 3, μέρος 4]

Επιστρέφω στην παρατήρηση κι εκτίμηση που εκφράστηκε πιο πάνω, ότι η έννοια και η αίσθηση της απώλειας  εκφραζόμενη μέσω του νεκροζώντανου, που απαντάται στην ψυχαναναλυτική θεώρηση του βρυκόλακα, μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε μία μαρξιστική προσέγγιση του νεκροζώντανου. Η αίσθηση της απώλειας διαπερνάει το προσωπικό επίπεδο και καθίσταται κοινό βίωμα στην πλειονότητα των ανθρώπων του σήμερα. Σαν γνώρισμα ενδημικής κατάθλιψης, αγανάκτησης ή θρήνου, αγγίζει όλους αυτούς από τους οποίους συστηματικά αφαιρείται ή απειλείται η δυνατότητα για επιβίωση. Μέσα στο πλαίσιο της εντεινόμενης κοινωνικής αντίθεση,ς η έννοια είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη με το αντίθετό της: ήτοι, με την έννοια, της απόκτησης. Εν προκειμένω, η έκφραση της αντίθεσης αυτής που μορφοποιείται  στην κουλτούρα συγκεκριμένα με τα αρχέτυπα του βρυκόλακα και του ζόμπι, υπονοεί πως μία μεγάλη βιωματική απώλεια καταρχήν αφορά και τις δύο πλευρές του κοινωνικού σχίσματος. Αυτό που χάνεται είναι συνολικά η φύση του ανθρώπου σαν οντότητα. Πιο ειδικά, στο εν λόγω , ο βρυκόλακας μπορεί μεν να παίρνει, ή να ωφελείται ρουφώντας το αίμα του θύματος του, μα σε αυτή την απόκτηση της ζωτικότητας που αφαιρεί από τον άλλον, ο ίδιος έχει ήδη χάσει κάτι απ' την ανθρώπινη φύση του. Πιο εκτεταμένη βέβαια είναι η απώλεια του ζόμπι. Η ζημία και απώλειά του, σαν θύμα, είναι απόλυτη. Το ζόμπι δεν "αποκτά" άλλο από την επιβεβλημένη αβουλία του με τη μετατροπή του σε σακατεμένο  νεκροζώντανο.  Πίσω από το δράμα των νεκροζώντανων υπάρχει κρυμμένη η  διάκριση των εκμεταλλευτών από τους εκμεταλλευόμενους, κι όσο εντείνεται  διαφοροποίηση των μεν απ' δε, τόσο κι οι δυο απομακρύνονται από τη φύση τους, τόσο και οι δύο θα υφίστανται διαστροφή. Οι μεν, θα μετατρέπονται σε ανθρωποειδή αρπακτικά κτήνη, κι οι δε, σε άβουλα ζώα προορισμένα να συνιστούν βορά και πηγή ενέργειας για τους μεν.

Το ίδιο ισχύει αν δούμε τη σχέση ως την αντίθεση μεταξύ ζημιάς και κέρδους.  Στο κέρδος οφείλεται λειτουργικότητα καπιταλισμού, μα με παράδοξο τρόπο. Το κέρδος (πριν την έλευση του  κομμουνισμού,  ή μετά την πρωτόγονη εκδοχή του) είναι ο ο λόγος ύπαρξης της οικονομικής μονάδας  - δηλαδή της επιχείρησης που συνιστά το μόριό του συστήματος εννοούμενου ως οργανισμό. Μόνο μέσω αυτού επιτυγχάνεται η συσσώρευση κεφαλαίου και μόνο μέσω αυτού επιζεί σαν σύστημα, αλλά για να το επιτύχει αυτό πρέπει το ένα μόριο να έχει την τάση να κανιβαλίσει το άλλο. Και είναι αυτό το παράδοξο που παίρνει αξιακό χαρακτήρα  με το όρο "ανταγωνιστικότητα". Εκτενέστερα, μέσα σε τούτο το κοινωνικό σχίσμα, η ζημία που οι κάτοχοι του κεφαλαίου, σαν βρυκόλακες, προκαλούν στα θύματά τους, σημαίνει κέρδος για τους ίδιους. Κι όσο οι μεν παρακινούνται από την αναγκαιότητα επίτευξης κέρδους, τόσο οι δε προορίζονται να παίζουν το ρόλο αυτού που στο τέλος της λογιστικής υποφέρει τη ζημιά... και, εν τέλει, τοσο  η σχιζοφρένεια του συστήματος εντείνεται κι αυξάνεται.

Αυτή η αντίθεση είναι βέβαια προγενέστερη του καπιταλισμού. Κέρδος υπήρχε και πριν την άνοδό του. Ανάλογα,  η παρομοίωση του καπιταλιστή με βρυκόλακα δεν είναι νέα. Σαν τέτοια, όμως, εμφανίζεται στη σκέψη με ιδιαίτερη ένταση απ' εξαρχής του καπιταλισμού. Kαι αυτό δεν μπορεί να είναι τυχαίο. Αίφνης,  στο Φιλοσοφικό  Λεξικό του, ο Βολταίρος [1] αφιερώνει ένα κεφάλαιο στον Βρυκόλακα και ιχνηλατεί την καταγωγή της  ιδέας του ως την Ελλάδα. Αλλά όχι την Ελλάδα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα και του Επίκουρου, μα εκείνη της εποχής του Σχίσματος της Χριστιανικής Εκκλησίας. Ο ίδιος απορεί πώς στον 18ο αιώνα που γράφει μπορούσαν να πιστεύουν ότι Βρυκόλακες υπάρχουν. Παρατηρεί πως η δεισιδαιμονία αυτή είναι διαδεδομένη στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, ενώ σε πόλεις όπως το Λονδίνο και το Παρίσι δεν ακούγεται λέξη γι "αυτά τα πτώματα που έβγαιναν απ' τους τάφους τους την νύχτα για να ρουφάνε το αίμα των ζωντανών".  Εκεί, όπως γράφει, υπήρξαν μόνο "χρηματιστές τοκογλύφοι κι επιχειρηματίες, που έπιναν το αίμα των ανθρώπων στο φως της μέρας, μα δεν ήταν νεκροί, μολονότι διεφθαρμένοι. Αυτοί οι αληθινοί αιμοπότες δεν κατοικούσαν σε νεκροταφεία αλλά σε πολύ ευχάριστα παλάτια".

Ο Βολταίρος γράφει στον παρατατικό, λέγοντας πως οι Βρυκόλακες καπιταλιστές "έπιναν" αίμα, και "κατοικούσαν" σε παλάτια, σαν να ήταν παραμύθι περασμένης εποχής. Όμως η αιμόποση του βρυκόλακα συνεχίζεται, και η ένταση της εκμετάλλευσης, αλλά και της αυξανόμενης καταστρεπτικότητας του τρόπου με τον οποίο ασκείται  εμφανίζει τα θύματά του τώρα συμβολικά με το νέο αρχέτυπο του ζόμπι - μιας σωματικά και διανοητικά ακρωτηριασμένης ανθρώπινης ύπαρξης που αδυνατεί να αντισταθεί. Το φαινόμενο, φυσικά, απασχολεί τη σύχρονη σκέψη και σήμερα, αλλά, όπως προειπώθηκε, με ποικίλους τρόπους.

Ο Henry A. Giroux [2] στο βιβλίο του  “Zombie Politics and Culture in the Age of Casino Capitalism” [ζόμπι πολιτική και πολιτισμός στην εποχή του καζινο-καπιταλισμού], παρατηρεί μιαν εμμονή στη μαζική κουλτούρα με την "σκοτεινή και τρομακτική εικόνα του ζόμπι. [...] Το φαινόμενο είναι τώρα κάθε βράδυ στην οθόνη της τηλεόρασης μαζί με ατελείωτα παραδείγματα της καταστροφής που εκτυλίσσεται σε πραγματικό χρόνο. [...]  Η μακάβρια παράλληλη κίνηση των «νεκρών που περπατούν» και εκείνων που είναι ζωντανοί, αλλά πεθαίνουν, και ο πόνος που προκαλείται δεν μπορεί να νοηθεί εκτός του καζινο-καπιταλισμού, που διαμορφώνει πλέον κάθε πτυχή της κοινωνίας κατ' εικόνα και ομοίωσή του [...]  που γιορτάζει τον πόλεμο ως επέκταση της πολιτικής και νομιμοποιεί έναν αδίστακτο Κοινωνικό Δαρβινισμό στον οποίο συγκεκριμένα άτομα και ομάδες απλά θεωρούνται  περιττά, μιας χρήσης, τίποτα περισσότερο από ανθρώπινα απόβλητα".

Αλλά, ως ζόμπι του εικοστού πρώτου αιώνα ο  Giroux χαρακτηρίζει και το πολιτικό προσωπικό της ελίτ που κυβερνά την αμερικανική κοινωνία, και δίπλα της όλους όσοι απερίσκεπτα συμβάλουν στην μετατροπή της οικονομίας σε "καζίνο", λειτουργώντας έτσι ως θεράποντες ή φερέφωνα της ελίτ. Τα νέα ζόμπι, εκτός από αυτούς  στις υψηλότερες βαθμίδες της κυβέρνησης, είναι και οι παρατρεχάμενοί τους που κατοικούν στα πλούσια περίχωρα της Wall Street και μπαινοβγαίνουν  στις αίθουσες "των χρυσωμένων μνημείων της απληστίας" όπως της Goldman Sachs (που ο ίδιος κατονομάζει), καθώς επίσης και μια εξαγορασμένη διανόηση που επανδρώνει και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπου, με την τεράστια οικονομική υποστήριξη από την εταιρική ελίτ, επεξεργάζονται το νέο πρόσωπο ενός πολιτισμού διαποτισμένου από την ιδεολογία της αγριότητας και του μίσους. Αυτό συμπίπτει με την άνοδο του αυταρχισμού, κατά τον ίδιο συγγραφέα, που αντανακλά μιαν αλόγιστη φιλαυτία σε αντίστιξη με την αλαζονική κυριαρχία στην αγορά μέσω της οποίας ασκούν πρωτοφανή εξουσία  - στην αμερικανική κοινωνία κι επέκεινα. Αυτή η Φούγκα, παραλογισμού, απληστίας, τρόμου και βίας, κατά τον δόκτορα Giroux, ανάγεται στο σκάνδαλο του καζίνο-καπιταλισμού.  Η δε, σφαγή ακολουθεί αναπόφευκτα την καταστροφή καθώς η τρέχουσα πολιτική του θανάτου έχει φτάσει σε νέα ύψη και απειλεί να μετατρέψει μιαν αδύναμη δημοκρατία σε ένα ολοκληρωτικό, αυταρχικό κράτος. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η κοινωνική ευθύνη, τα ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα, η εξάλειψη φυλετικών ή άλλων διακρίσεων, η οργάνωση της εργασίας, ο ελάχιστος μισθός, η κοινωνική ασφάλιση, υγεία, πρόνοια - κι όλα όσα συνιστούν την ύφανση μιας αξιοπρεπούς ζωής για την πλειονότητα, θα πρόσθετα - προσβάλλονται και υποχωρούν, ενώ οι επικλήσεις στις ψευδεπίγραφες αξίες οικογένεια, πατρίδα, θεός αυξάνονται με το ίδιο τέμπο,  όπως κι ο αυταρχισμός, η βία, ο σωβινισμός, ο ρατσισμός, η φτώχια...

Στα ζόμπι βέβαια περιλαμβάνει και τις παθητικές μάζες που παίρνουν το ρόλο του θύματος ενός τόσο αμείλικτου Κοινωνικού Δαρβινισμού. Στην εποχή της ζόμπι-πολιτικής υπάρχει λίγη οργή και  αντίσταση, μας λέει, αντί να βλέπουμε τεράστια, μαζική διαμαρτυρία του αμερικανικού κοινού που βομβαρδίζεται με  "ατέλειωτη επίδειξη πλούτου, απληστίας και εξουσίας. Στρατιές από ζόμπι αποζητούν μία διασκέδαση φορτωμένη με κουτσομπολιό, παιχνίδι, "ριάλιτι tv", αποσβολωμένοι με την κενή γοητεία μιας κουλτούρας διασημοτήτων".

Ο λόγος του Giroux είναι αναμφισβήτητα μία κατακραυγή. Και είναι σημαντική η επισήμανσή του ότι η ένταση με την οποία το ζόμπι στοιχειώνει την σύγχρονη κουλτούρα συμπίπτει με την νέα τάξη που επιβάλει το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, και την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού. Είναι, ωστόσο, αναγκαία μία παρατήρηση σχετικά με την ανάλυσή του: Είναι διακριτό  σαν πρόβλημα ότι καταρχήν η έννοια "ζόμπι" χάνει την οξύτητα που έχει, εφόσον σχηματικά περιλαμβάνει εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενους. Στην ανάγνωση του φαινομένου από αυτόν, το ζόμπι δεν είναι μόνο ένας κατεστραμμένος, νεκροζώντανος οργανισμός, που χωρίς σκέψη και θέληση λειτουργεί σαν έρμαιο, όπως συνήθως κατανοείται σαν έννοια. Ως ζόμπι χαρακτηρίζεται κι ο ταγός της αγοράς που τρέχει μπροστάρης σε αυτόν τον αλλόφρονο καλπασμό των "αλόγων" προς τον γκρεμό. Μα έτσι, αυτοί που στις συγκεκριμένες συνθήκες του "καζινο-καπιταλισμού"οδηγούν, "στα τυφλά" υπονοείται,   μπορεί να αποκτήσουν ελαφρυντικά, λόγω μειωμένης ευθύνης... Κατά συνέπεια, και το σύστημα μπορεί να κρίνεται με επιείκεια, εφόσον καθοδηγείται από ανεύθυνους...  Τελικά, η αναγωγή της κακοδαιμονίας στο γεγονός ότι έχουμε οδηγηθεί σε τούτη τη φρίκη λόγω της έλλειψης ελέγχου του αδηφάγου χρηματοπιστωτικού συμπλέγματος , μπορεί να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι, με έναν ορθολογικό έλεγχό του, ή άλλως, ότι με διαφορετικό μείγμα πολιτικών, η κατρακύλα ενδεχομένως θα αναχαιτιστεί, κι ότι δηλαδή αυτή η τρομακτική μηχανή που λειτουργεί εκτός ελέγχου, από μια πιο φωτισμένη δεσποτεία, επιδέχεται επισκευή και επιδιόρθωση.

Ως προς αυτό, πιο σαφής είναι ο αμερικανός πολιτικός και οικονομικός αναλυτής,  Matt Taibbi - γνωστός ως πολέμιος του νεοφιλελευθερισμού ο οποίος, όπως έχει γράψει, "έχει αναλώσει τη ζωή του για χρόνια τώρα στον  αγώνα κατά της διαφθοράς στην Wall Street" [3]. Με τρόπο παρόμοιο με αυτόν του Giroux, βάλλει κατά του συστήματος στο οποίο ο νεοσυντηρισμός, κι η κατρακύλα προς μιαν αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού που επιφέρει, συνδιάζεται με  απληστία, απάτη και βία. Καλεί προς έλεγχο του μεγάλου τραπεζικού κεφαλαίου. Όπως διευκρινίζει, όμως, η έκκληση, η δική του και άλλων, για θέσπιση νομοθεσίας που να επιβάλει τη διάσπαση των μεγα-τραπεζών και μονοπωλίων σε μικρότερες μονάδες "δεν είναι κάποιο είδος σοσιαλιστικής προκήρυξης του τέλους του καπιταλισμού"[4]. Κι όταν ο ίδιος κατονομάζει την Goldman Sachs, ως "τη μεγαλύτερη επενδυτική τράπεζα  που, σαν τεράστια σουπιά- βρυκόλακας τυλιγμένη στο πρόσωπο της ανθρωπότητας, ανελέητα ρουφά το αίμα της για να το μεταγγίσει σε οτιδήποτε βρωμάει χρήμα" [5], δεν καλεί για ανατροπή του συστήματος, κι αν βλέπει γενικά την άνοδο του μονοπωλίου  ως πηγή της κακοδαιμονίας, δεν φαίνεται να αποδέχεται και πως είναι συστημική, εγγενής στον καπιταλισμό της απληστίας που καταγγέλλει. Ούτε πως ο βαμπιρισμός του συστήματος χρειάζεται μία μάζα καθυπότακτων χωρίς ουσιαστική βούληση και ικανότητα να αντισταθούν.

Σε τέτοιες αναλύσεις αγανάκτησης, σ' ό,τι αφορά τη χρήση της μεταφοράς του νεκροζώντανου, απουσιάζει μια ανάγνωση του δίπολου "βρυκόλακας-ζόμπι", με τέτοιο τρόπο ώστε συμβολικά να μπορεί να εκφράσει τα δύο άκρα ενός πλέγματος σχέσεων, με κυριότερη σχέση αυτή που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλισμού: εννοώ τη σχέση εκμεταλλευτή με εκμεταλλευόμενο και τον ρόλο αυτού που, κατέχοντας τα μέσα παραγωγής, κατέχει και μία φαινομενικά υπερφυσική δύναμη που του επιτρέπει να καταχραστεί το σώμα και την ψυχή του συνανθρώπου του,  κυριολεκτικά πίνοντάς του το αίμα, αφαιρώντας του τη ζωτικότητα του σώματος του και μετατρέποντάς τον σε νεκροζώντανο που στερείται και την ικανότητα να κρίνει. Αυτού που κατέχει την εξουσία που του επιτρέπει από το να ακρωτηριάσει έως και να αφανίσει το σώμα και την ψυχή των καθυπότακτων που εξουσιάζει. Απουσιάζει και η επίγνωση ότι,  αναγκαστικά, για να λειτουργήσει συστηματικά αυτή η σχέση θα πρέπει το θύμα αυτής της φρικτής κατάχρησης να πάρει τα χαρακτηριστικά του άβουλου έρμαιου που, όπως ειπώθηκε, άγεται και φέρεται σ' ένα όργιο εκμετάλλευσης, καταπίεσης, αιματηρής βίας και καταστροφής. Το θύμα αυτό, ετσι, δεν εκπροσωπείται από το σύγχρονο αρχέτυπο του ζόμπι χωρίς μια σύγχυση.

Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε προσέγγιση του φαινομένου του νεκροζώντανου τέρατος, είτε πρόκειται, απλά ή συνθετα, για μία μεταφορική σχηματοποίηση της πραγματικότητας, όπως στο παράδειγμα του Giroux, είτε σαν ερμηνευτική ανάγνωση του φαινομένου ως έκφραση του φόβου από τη βίαια κατάχρηση ανθρώπου από άνθρωπο, όπως αυτή του ΜcΝally, ούτως ή άλλως, στην καλύτερη περίπτωση συνιστά θεωρία. Ωστόσο, εφόσον η θεωρία δεν ανάγεται σε θεώρημα, το ζητούμενο ίσως είναι να δούμε ποιά προσέγγιση οδηγεί πλησιέστερα στην κατανόηση του φαινομένου και στη λύση του προβλήματος που βιώνεται ως συστημική φρικωδία εκφραζόμενη στο φαινόμενο. Σε τούτο το πλαίσιο, αν δηλαδή η επιδίωξη είναι να κατανοηθεί το πρόβλημα για να λυθεί , μια προσέγγιση του τέρατος όπως αυτή του McNally, είναι χρησιμότερη για τρεις τουλάχιστον λόγους. Ο πρώτος είναι ότι ερμηνεύοντας το φαινόμενο το ανακρίνει προσπαθώντας να δει τι κρύβεται πίσω του και στην πορεία διακρίνει πραγματικούς και υπαρκτούς φόβους που πηγάζουν από τον έκδηλο κίνδυνο και την απειλή που συνεχώς εγκυμονεί η καπιταλιστική αγορά  κατά της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Ο δεύτερος είναι ότι, ακριβώς επειδή δεν παραβλέπει την βαθύτερη αντίθεση που κρύβεται πίσω από τη επιφάνεια, πράγματι αποκαλύπτει με δραματικά ανάγλυφο τρόπο αυτήν την κατηγορία ανθρώπων που μετατρέπονται ή που προορίζονται να μετατραπούν σε ζόμπι, και απέναντί τους τις δυνάμεις που επιδιώκουν να επιφέρουν αυτή τη μετατροπή. Κατά συνέπεια, αναδεικνύει και το ποιες δυνάμεις έχουν συμφέρον και υποχρέωση να αποτρέψουν αυτή την μετατροπή που απειλεί την ίδια τη φύση τους. Ο τρίτος λόγος είναι ότι μία τέτοια προσέγγιση συνιστά και ένα διδακτικό παράδειγμα που αφορά την αναγκαιότητα αποκωδικοποίησης των πολιτιστικών γεγονότων και δείχνει πώς η θεωρία  μπορεί επωφεληθεί από αυτό. Το επόμενο αναγκαίο βήμα είναι, εκτός απο ευριστική, να αποκτήσει και πρακτική χρησιμότητα. Και σ' αυτό θα εστιάσουμε παρακάτω.

Το θέμα άπτεται και του προβληματισμού για το πώς μπορεί να είναι γενικά η θεωρία, και ειδικά πως πρέπει να είναι η γλώσσα των επαναστημένων και για την αναγκαιότητα η γλώσσα αυτή, και τότε που πρέπει να  παίρνει αυστηρά επιστημονικό χαρακτήρα (στην περίπτωσή μας,  εστιάζοντας στην κοινωνικη, οικονομική και πολιτική δομή αυτού που πραγματεύεται), δεν επαρκεί απλά να μην παραβλέπει, πρέπει και να εκφράζει συνάφεια με την πολιτισμικο γίγνεσθαι εμπλουτιζόμενη από τη ανάγνωση του. Τι θα κερδίσει από αυτό;

Ειρήσθω εν παρόδω, έχει πολλάκις παρατηρηθεί πως η θεωρία του Freud, που μας απασχόλησε κι εδώ, και που έχει στοιχειώσει την σκέψη του εικοστού αιώνα, έχει τέτοια δύναμη γιατί είναι και αισθητικά πολύ ωραία. Δεν περιγράφει απλά, σωστά ή λάθος, την δυναμική της ψυχής, έχει αναφαίρετα ενσωματωμένο κι ένα αρχαίο μύθο, εμπλουτιζόμενη απ' τη δραματική δύναμη του - τον μύθο του Οιδίποδα. Οι κλινικές περιπτώσεις ψυχανάλυσης που ο ίδιος ο Freud χειρίστηκε και κατέγραψε, διαβάζονται επίσης και σαν λογοτεχνία. H ψυχανάλυση ήταν δημιούργημα, πρώτιστα τολμώ να πω, ενός μεγάλου μάστορα του λόγου.

Δεν είναι απλά θέμα αισθητικής, και είναι προφανές ότι με αυτό τον τρόπο εμπλουτίζεται η γλώσσα με στοιχεία που της επιτρέπουν να εκφράσει πιο συγκεκριμένα ή ζωντανά το ανθρώπινο δράμα και στην έκφραση αυτή να γίνει πληρέστερη και η κατανόησή του. Αυτή η στάση είναι προφανής στο έργο των κλασσικών του μαρξισμού. Δεν θα είμαι ο πρώτος, προφανώς, ούτε ο τελευταίος που θα παρατηρήσει ότι το κεφάλαιο του Μαρξ μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους, ένας από τους οποίους είναι και σαν ανθολογία πάμπολων αναφορών σε ένα ευρύ φάσμα τού πολιτισμού και της γραμματείας διαθέσιμης στον ίδιο  [6], πέραν από αυτό που αφορά την συστηματική μελέτη και κριτική της πολιτικής οικονομίας. Αυτό δεν συνιστά μονάχα ένα κείμενο με επιπρόσθετη αισθητική αξία, με την έννοια ότι επιτρέπει την ανάγνωσή του  και σαν λογοτεχνία, αλλά το εμπλουτίζει με τρόπο που καθιστά την εικόνα του κόσμου που αποκαλύπτει πληρέστερη. Αίφνης, η πολυαναφερόμενη φράση του Μαρξ, "το κεφάλαιο είναι νεκρή εργασία, και σαν βρυκόλακας, ζει ρουφώντας ζωντανή εργασία, και ζει περισσότερο όσο περισσότερη εργασία ρουφάει" [7], είναι ταυτόχρονα μια αναφορά σ' ένα πολιτισμικό αρχέτυπο της εποχής του, και μία ποιητική μεταφορά. Για να μπορέσει να συλλάβει μία τέτοια έκφραση (πράγμα που γενικότερα είναι ενδεικτικό του ύφους της γραφής του) ο Μαρξ, εκτός από το ότι θα έπρεπε να έχει ευαίσθητη αντίληψη του πολιτισμικού γίγνεσθαι της εποχής του, να έχει διαβάσει ειδικά και ποίηση, (κι είναι γνωστό πως, όχι μόνο διάβασε, αλλά έγραψε και ποίηση). Μα δεν μένει εκεί - ένα αποτέλεσμα αυτής της στάσης και τακτικής είναι ότι η φρικωδία της κεφαλαιοκρατίας μεταφέρεται με την δέουσα έμφαση.

Τέλος, κάτι πολύ σημαντικό: είναι δοσμένο ότι ο σοσιαλισμός θα χτιστεί με ανακυκλώσιμα υλικά του αποδομημένου καπιταλισμού και, απαραίτητα, μετά την ολική κατεδάφιση του κράτους του. Μα θα πρέπει να θεωρείται επίσης δοσμένο πως για να σταθεί είναι αναγκαία η διάλυση και επανασύνθεση του πλέγματος που κληρονομεί από τον καπιταλισμό, το οποίο μετατρέπει οικονομικές αναγκαιότητες σε πολιτισμό). Άρα, η ένδειξη ότι οι επαναστατημένοι έχουν επίγνωση, όχι γενικά  και σχηματικά του τρόπου με τον οποίο η κουλτούρα αντανακλά τη δομή και το θεμέλιο, αλλά με λεπτομερή εικόνα του πώς, ενώ  στέκει πάνω απ'  τα θεμέλια του συστήματος, συνάμα το πληροφορεί, σημαίνει πως είναι ανταπόκριση σε μια επιτακτική ανάγκη: να διακρίνει στον πολιτισμό αυτό που αξίζει να διατηρηθεί και, για να κάνει αυτή την διάκριση, πρέπει να το γνωρίζει. Η κριτική  προσέγγιση αυτής της σχέσης λέει και κάτι πολύ σημαντικό για το τί είδους πολιτισμό φανταζόμαστε να χτίζεται πάνω στην νέα βάση της κοινωνίας. Κι ίσως αυτό, το πιο έκδηλο, δηλαδή η εικόνα του πολιτισμού (σε σύγκριση με το σχήμα της οικονομικής βάσης), να προσελκύει ή να αποκρούει με μεγαλύτερη δύναμη αυτούς που πρέπει να κάνουν υπόθεσή τους την θεμελίωση, ανέγερση και συντήρηση ενός νέου κοινωνικού κτίσματος. Φυσικά, αν πρόκειται για μία αλληλεπίδραση των δύο, της βάσης με το εποικοδόμημα, τότε για να είναι ζωτική και αληθινή αυτή η επίγνωση της αλληλεπίδρασης πρέπει κι από τώρα να φαίνεται στην σκέψη και τον λόγο των επαναστατημένων ο αμφίδρομος χαρακτήρας της.

***

Σημειώσεις


1. Voltaire,  Philpsophical Dictionary,  VAMPIRES
https://ebooks.adelaide.edu.au/v/voltaire/dictionary/chapter463.html

2.  Henry A. Giroux, Zombie Politics and Culture in the Age of Casino Capitalism”, Peter Lang Publishing,  2010
3.Matt Taibbi, My Advice to the Occupy Wall Street Protesters: 
Hit bankers where it hurts, Rolling Stone, 12 Oct. 2011, 
http://www.rollingstone.com/politics/news/my-advice-to-the-occupy-wall-street-protesters-20111012#ixzz492E2TSHf

4. Matt Taibbi, Why the Banks Should be Broken up, Rolling Stone,  8 April 2016
http://www.rollingstone.com/politics/news/why-the-banks-should-be-broken-up-20160408#ixzz48RXlPgkC

5. Matt Taibbi, The Great American Bubble Machine, Rolling Stone, 5 April, 2010
http://www.rollingstone.com/politics/news/the-great-american-bubble-machine-20100405#ixzz49K6WSyRc


6. Robert Paul Wolff , Moneybags Must Be So Lucky: On the Literary Structure of Capital, 
Society for Philosophy & Culture, Wellington, 2013, first published, The University of Massachusetts Press, Amherst, 1988 

7. Karl Marx. Capital, Volume I, chapter 10, section 1. [Trans. Ben Fowkes. London: Penguin Books\]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου